- νεφέλιο(ν)
- τό1) тучка; 2) бельмо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεφέλιο(ν) — το (Α νεφέλιον) υποκορ. 1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι 2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων 3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή νεοελλ. 1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, τού οποίου η ύπαρξη στο διάστημα… … Dictionary of Greek
νεφελοειδής — ές (ΑΜ νεφελοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με νεφέλη, ο νεφελώδης 2. (για ούρα) θολός, σκοτεινός, μη διαυγής, αυτός που παρουσιάζει νεφέλιο νεοελλ. φρ. α) «νεφελοειδείς αστέρες» αστρον. τα νεφελώματα β) «πλανητικοί νεφελοειδείς» (ενν. αστέρες)… … Dictionary of Greek
σαπινδίδες — (Sapindaceae). Οικογένεια δέντρων. Είναι ιθαγενή της Άπω Ανατολής, συγγενικά με τις ιπποκαστανίδες, που, μαζί με τις οικογένειες των Ανακαρδιιδών, των Ακεριδών, των Ρουτιδών ή, κατ’ άλλους, των Σταφυλεϊδών, ανήκουν στην τάξη των σαπινδωδών… … Dictionary of Greek